-
1 сельскохозяйственный
επ.της αγροτικής οικονομίας• αγροτικός, γεωργικός• γεωπονικός, της γεωργίας•-ые работы αγροτικές (γεωργικές) δουλειές•
-ая выставка έκθεση αγροτικής οικονομίας•
-ые товары αγροτικά εμπορεύματα (προϊόντα)•
-ая кооперация αγροτικός συνεταιρισμός•
-ая страна αγροτική χώρα•
-ая машина αγροτική μηχανή•
сельскохозяйственный институт ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γεωργίας.
-
2 сельскохозяйственный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сельскохозяйственный
-
3 сельскохозяйственный
сельскохозяйственн||ыйприл ἀγροτικός, γεωργικός:\сельскохозяйственныйая артель ὁ ἀγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμος. -
4 трактор
ο ελκυστήραςразг. το τρακτέρ (ξεν.)гусеничный - με ερπύστριες, ερπυστριοφόρος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трактор